- φάντασμα
- το, -ατος1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον.2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα.3. μτφ., άνθρωπος πολύ αδύνατος από αρρώστια ή αδυναμία, σκελετωμένος, σκιά του εαυτού του, σκελετός: Έγινε φάντασμα από τη νηστεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.